-
1 ἐπιχειρέω
2 put one's hand to a work, set to work at, attempt,τῇ διώρυχι Hdt.2.158
; δρησμῷ ἐ. attempt an escape, Id.6.70 ;τῇ ὁδῷ Id.7.43
, cf. E.Ba. 819 ;τοῖσι βασιληΐοισι Hdt.3.61
;τυραννίδι Id.5.46
;ἔργῳ τοσούτῳ Id.9.27
; λόγοις, τέχνῃ, Pl.Phdr. 279a, Grg. 521d, etc.;τοῖς ἀδυνάτοις X.Mem.2.3.5
, cf. Isoc. 5.41, etc.3 less freq. c. acc.,μεγάλα ἔργα Thgn.75
;δίκαιον πρᾶγμα Pl.Cri. 45c
, Phlb. 57b:—[voice] Pass., to be attempted, Th.4.55, 6.31, X.Cyr.6.1.41, etc.; the thing attempted,Pl.
Lg. 746b.4 c. inf., endeavour, attempt to do, Hdt.3.38,65,9.42, Ar. Ra.81, Th.2.40, etc.: c. [tense] fut. inf., J.BJ6.7.3:—[voice] Pass., , cf. Id.Ti. 53a,al.5 ἐπειχειρήθη c. dat., an operation was performed,τῇσιν αἱμορροΐσι Hp.Epid.5.20
.II make an attempt on, attack, τινι Hdt.1.11,26, 190, Th.3.94, Ar.V. 1030, etc.;πρός τινα Th.7.21
; (but ἐπὶ τὴν τοῦ σώματος διαφθοράν with a view to.., Arist.Pol. 1315a24);εἰς τὰς σατραπείας D.S.14.80
: abs., Hdt.5.72, 8.108, etc.; κτείνων ἢ ἐπιχειρῶν Lexap.And.1.98:—[voice] Pass., Th.2.11.b sens. obsc.,ἐ. μειρακίοις Jul.Mis. 359d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιχειρέω
См. также в других словарях:
επιχειρώ — (AM ἐπιχειρῶ, έω) 1. δοκιμάζω, καταπιάνομαι με κάτι (α. «ἐπιχειρεῑ τὰ ἀδύνατα» β. «ὅς τῇ διώρυχι ἐπεχείρησε πρῶτος», Ηρόδ.) 2. προσπαθώ να κάνω κάτι («επιχείρησε να μιλήσει, αλλά δεν τόν άφησαν») αρχ. 1. απλώνω το χέρι μου σε κάτι («oἱ μὲν δείπνῳ … Dictionary of Greek